στράβηλος

στράβηλος
στράβηλος [ᾰ], ὁ and ,
A snail or shell-fish, ἁλία ς. S.Fr.324, cf. Arist.Fr.304, Speus. ap. Ath.3.86c.
II wild olive, Pherecr.13 (lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στράβηλος — snail fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στράβηλος — ό, ἡ, Α 1. κοχλίας («στράβηλοι κοχλίαι», Ησύχ.) 2. είδος αγριελιάς («τὰς δὲ κοτινάδας ἐλάας στραβήλους ὠνόμασε Φερεκράτης», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ τού στρεβ λός* + επίθημα ηλος (πρβλ. τράχ ηλος)] …   Dictionary of Greek

  • στραβήλοις — στράβηλος snail fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβήλου — στράβηλος snail fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβήλους — στράβηλος snail fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβήλων — στράβηλος snail fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβήλῳ — στράβηλος snail fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στράβηλοι — στράβηλος snail fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”